- βακίνιο
- Χαμηλός θάμνος της οικογένειας των ερεικιδών, ύψους έως 40 εκ. με αραιούς πράσινους, γωνιώδεις, λεπτούς βλαστούς. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, οξύληκτα, μεμβρανώδη, πυκνά, οδοντωτά. Τα άνθη κρέμονται από τη μασχάλη των φύλλων, έχουν χρώμα λευκό ή ροζ και σχήμα μικρής στάμνας. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στους ορεινούς δασικούς θαμνότοπους (δάση οξιάς, ερυθρελάτης της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας, της κεντρικής Ευρώπης και της Ασίας. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σφαιρικοί, σαν μούρα, μαύροι γαλαζωποί καρποί του, σε μέγεθος μπιζελιού που περιέχουν αρωματικό χυμό, πορφυρόχρωμο με γεύση γλυκιά και υπόξινη. Εκτιμώνται ιδιαίτερα ως δευτερεύοντα επιτραπέζια φρούτα. Οι καρποί του χρησιμοποιούνται επίσης για την παρασκευή μαρμελάδας και για τον χρωματισμό των κρασιών, στα οποία δίνουν την απόχρωση του χυμού τους. Ο χυμός του β. χρησιμοποιείται επίσης στη φαρμακευτική, ενώ τα φύλλα, πλούσια σε τανίνη, χρησιμοποιούνται στη βοτανική φαρμακολογία. Στη Β Ευρώπη το β. καλλιεργείται.
Συγγενές προς αυτό είναι το β. άμπελος της Ίδης, μικρός θάμνος, αειθαλής, με μικρούς εδώδιμους, κόκκινους καρπούς, που έχουν όξινη πικρίζουσα γεύση, ο οποίος φυτρώνει κυρίως στην Κρήτη.
Οι καρποί του βακινίου, που μοιάζουν με μούρα, τρώγονται είτε φρέσκοι είτε ως μαρμελάδα.
Dictionary of Greek. 2013.